- χυμευτική
- η алхимия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυμευτικῇ — χυμευτικός concerning alchemy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμευτική — χυμευτικός concerning alchemy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμευτής — ο αυτός που καταγίνεται στη χυμευτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χυμευτή. 2. το θηλ. ως ουσ., χυμευτική η τέχνη του χυμευτή, η αλχημεία των Ελληνοαιγυπτίων και Βυζαντινών, η χρυσοχοΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)